- σπυρθίζω
- Α(κατά τον Ησύχ.) α) «σπυρθίζειντὸ ἀνασκιρτᾱν, ἀπὸ τῶν ὄνων»β) «σπᾱσθαι καὶ ἀγανακτεῑν. πυδαρίζειν καὶ σφύζειν».[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. που ανάγεται στην οικογένεια τού σπαίρω* «σκιρτώ, σπαρταρώ» και εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας με φωνηεντισμό -υρ- (πρβλ. σπύραθος, σπυρίς, ἄγυρις) και δασεία οδοντική παρέκταση -θ- (< IE *-dh-, πρβλ. σπόρ-θ-υγγες, μόχ-θ-ος). Στη ν ίδια ρίζα με κάπως διαφορετική σημ. ανάγονται τα: αρχ. ινδ. spardhate «παλεύω, μάχομαι», αγγλοσαξ. spyrd «κούρσα, πίστα» (βλ. και λ. σπέρ-χ-ω)].
Dictionary of Greek. 2013.